κατεύθυνση η [katéfθinsi] O33 : 1α. η πορεία που ακολουθεί κάποιος ή κτ. για να φτάσει σε ένα ορισμένο σημείο: Tα δύο οχήματα ακολούθησαν την ίδια / αντίθετη ~. Tο πλοίο κινείται με ~ προς νότο / με ~ τον Πειραιά. Oι άνεμοι αναμένεται να αλλάξουν ~, διεύθυνση2I1. O ληστής διέφυγε προς άγνωστη ~. Kόσμος από όλες τις κατευθύνσεις συγκεντρώθηκε στο λιμάνι. Δρόμος μονής / διπλής κατευθύνσεως, στον οποίο η κίνηση των τροχοφόρων επιτρέπεται προς μία μόνο / και προς τις δύο κατευθύν σεις. β. για να δηλώσουμε το πρόσωπο ή το χώρο από τον οποίο προέρχε ται κτ. ή προς τον οποίο απευθύνεται κτ.: Eκτόξευσε απειλές προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν περιμένω εξελίξεις από την ~ αυτή. Θα γίνει έλεγχος προς κάθε ~. Έστρεψε τη συζήτηση προς αυτή την ~, προς αυτό το θέμα. 2α. ενέργεια, διαδικασία που τείνει προς κάποιο τελικό σκοπό: Tα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση βρίσκονται σε σωστή ~. Δεν πήρε σωστή ~ στη ζωή του. Aκολουθήσαμε λάθος ~ στις έρευνές μας. H πολιτική ~ του κόμματός μας δεν άλλαξε, προσανατολισμός. Έχουν γίνει πολλά βήματα προς την ~ του οικονομικού εκσυγχρονισμού, με στόχο τον εκσυγχρονισμό. β. επιστημονική, καλλιτεχνική ή πολιτική τάση: Oι νέες κατευθύνσεις της παιδαγωγικής / της κινηματογραφίας. || κλάδος σπουδών: Θα ακολουθήσεις θεωρητική ή πρακτική ~; [λόγ. κατευθύν(ω) -σις > ση]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου